Η βιταμίνη D είναι μία λιποδιαλυτή βιταμίνη, απαραίτητη για την απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου. Μόλις το 10% της βιταμίνης D λαμβάνεται μέσω της διατροφής ή των συμπληρωμάτων ενώ το υπόλοιπο 90% συντίθεται στο δέρμα, υπό την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας. Διατροφικές πηγές της βιταμίνης D είναι τα λιπαρά ψάρια (σολομός, ρέγγα, σκουμπρί, σαρδέλες), ο κρόκος του αυγού, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και προϊόντα που είναι εμπλουτισμένα σε βιταμίνη D, όπως διάφορα δημητριακά, γάλατα, φυτικές μαργαρίνες του εμπορίου.

Η αξιολόγηση των επιπέδων της βιταμίνης D στο σώμα μας γίνεται με τη μέτρηση των επιπέδων της 25(ΟΗ)D. Επίπεδα της 25(ΟΗ)D μεταξύ 21 και 29  ng/mL  ορίζουν την ανεπάρκεια σε D και επίπεδα κάτω από 20  ng/mL ορίζουν την έλλειψη.

Η βιταμίνη D είναι μία βιταμίνη πολύ σημαντική για την υγεία των ανθρώπων. Έλλειψή της συσχετίζεται με μειωμένη εναπόθεση ασβεστίου και μετάλλων στα οστά και συνεπακόλουθα αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ραχίτιδας στα παιδιά και οστεομαλάκυνσης στους ενήλικες. Επίσης, τα μειωμένα επίπεδα της D συσχετίζονται με μειωμένη απορρόφηση ασβεστίου, αύξηση των επιπέδων της παραθορμόνης και αυξημένο κίνδυνο για οστεοπόρωση και κατάγματα. Πέρα από τις επιδράσεις της D στη σκελετική υγεία, φαίνεται πως η συγκεκριμένη βιταμίνη είναι απαραίτητη και για πολλές άλλες λειτουργίες του ανθρωπίνου σώματος. Πληθώρα ερευνών έχουν συσχετίσει την ανεπάρκεια της D με αυξημένο κίνδυνο αυτοάνοσων νοσημάτων, όπως είναι και ο διαβήτης τύπου 1, καρδιαγγειακών νοσημάτων, διαφόρων μορφών καρκίνου αλλά και κατάθλιψης.

Πολύ σημαντική είναι η επίδραση της D και στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Φαίνεται πως ενισχύει την άμυνα του οργανισμού μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο λοιμώξεων και κρυολογήματος. Μιας και διανύουμε μία πρωτόγνωρη περίοδο πανδημίας, όπου η ενίσχυση της άμυνας του οργανισμού είναι πρωταρχικής σημασίας, η βιταμίνη D δικαίως έχει γίνει το επίκεντρο των ερευνών προκειμένου να αναγνωρίσουμε αν θα μπορούσε να αποτελέσει μία ασφαλή θεραπευτική επιλογή έναντι του κορωνοϊού.

Η μέχρι τώρα επιστημονική βιβλιογραφία έχει αναδείξει ευεργετικές επιδράσεις της βιταμίνης D έναντι του κορωνοϊού. Ξεκινώντας από τις μελέτες παρατήρησης, θα αναφερθούμε στα εντυπωσιακά ευρήματα μίας πρόσφατης μετανάλυσης. Στη συγκεκριμένη μετανάλυση παρατηρήθηκε ότι στις βαριές περιπτώσεις με Covid-19 υπήρχε κατά 64% μεγαλύτερη έλλειψη βιταμίνης D σε σύγκριση με τις ήπιες περιπτώσεις. Επίσης, φάνηκε πως μία ανεπάρκεια της βιταμίνης D αύξησε τη νοσηλεία και τη θνητότητα από Covid-19. Τέλος βρέθηκε μία θετική συσχέτιση ανάμεσα στην έλλειψη της D και της βαρύτητας της νόσου, χωρίς ωστόσο οι ερευνητές να καταφέρουν να αποδείξουν ότι η συσχέτιση αυτή είναι αιτιολογική (ότι δηλαδή η έλλειψη της D αποτελεί την αιτία της πιο σοβαρής μορφής της νόσου).

Ευρήματα διαφόρων άλλων μελετών παρατήρησης που αξίζει να επισημάνουμε είναι:

  • Η θετικότητα από τον covid-19 συσχετίζεται ισχυρά και αντίστροφα με τα επίπεδα της 25OH-D που κυκλοφορούν στο αίμα, μία σχέση που διατηρείται σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη, τις εθνότητες και τις φυλές, τα φύλα και τις ηλικιακές ομάδες. Ωστόσο αναμένουμε ελεγχόμενες δοκιμές για να αναδείξουν ότι αυτή η σχέση είναι αιτιολογική. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μία φτηνή, εύκολα διαθέσιμη μέθοδο για την πρόληψη της λοίμωξης, ειδικά από άτομα που έχουν έλλειψη της D.
  • Οι ασθενείς covid-19 που απεβίωσαν είχαν χαμηλότερα επίπεδα d όταν μπήκαν στη μονάδα εντατικής θεραπείας σε σύγκριση με όσους επιβίωσαν, κάτι που υπονοεί μία πιθανή συσχέτιση των χαμηλών επιπέδων της βιταμίνης D με κακή πρόγνωση των ασθενών με covid.
  • Η έλλειψη της D έχει συσχετιστεί με την εξέλιξη και της βαρύτητα της λοίμωξης από Covid-19. Συγκεκριμένα έχει συσχετιστεί με υψηλότερο κίνδυνο για ανάγκη μηχανικού αερισμού ή/και θανάτου.
  • Σε πολλές έρευνες έχει παρατηρηθεί ότι υπάρχουν χαμηλότερα επίπεδα D στους ασθενείς που είναι θετικοί με τον κορωνοϊό σε σύγκριση με όσους είναι αρνητικοί. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν έχει αποδειχτεί αιτιολογική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων της D και των εκβάσεων των ασθενών με Covid – 19, ακόμη.

Κι ενώ οι μελέτες παρατήρησης δείχνουν πως η έλλειψη της D ενδέχεται να είναι επιβαρυντικός παράγοντας για τη λοίμωξη από Covid-19 καθώς και για την εξέλιξη και τη βαρύτητα της νόσου θα πρέπει να εξετάσουμε περισσότερο τις μελέτες παρέμβασης προκειμένου να βγάλουμε ένα πιο αξιόπιστο συμπέρασμα.

Στη μελέτη Shade βρέθηκε πως στα άτομα που είχαν μολυνθεί από τον κορωνοϊό, η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D με στόχο την αύξηση των επιπέδων πάνω από 50 ng/Ml οδήγησε στο να εμφανιστεί πιο γρήγορα αρνητικό αποτέλεσμα στο τεστ. Το γεγονός αυτό υπονοεί ότι η συμπληρωματική χορήγηση της D ίσως να μπορεί να συμβάλει και στη μείωση του ποσοστού μετάδοσης της νόσου.

Σε μία άλλη έρευνα σε ασθενείς με Covid-19 βρέθηκα πως από τους ασθενείς που δεν έλαβαν συμπληρωματική χορήγηση D, το 50% χρειάστηκε εισαγωγή στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας ενώ καταγράφηκαν 2 θάνατοι. Αντιθέτως, από τους ασθενείς που έλαβαν συμπληρωματική χορήγηση D, μόνο το 2% χρειάστηκε εισαγωγή στη ΜΕΘ, ενώ δεν προέκυψε κανένας θάνατος.

Υπάρχουν κι άλλες έρευνες παρέμβασης που έχουν αναδείξει τη θετική επίδραση της βιταμίνης D στους ασθενείς με κορωνοϊό. Γενικότερα, σύμφωνα και με τα δεδομένα μίας πρόσφατης μετα-ανάλυσης, η βιταμίνη D ενδέχεται να έχει θετικές επιδράσεις όχι μόνο σε επίπεδο πρόληψης αλλά και σε επίπεδο θεραπείας στη λοίμωξη από τον Covid-19. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικός ο έλεγχος των επιπέδων της βιταμίνης D προκειμένου να διορθώσουμε τυχόν έλλειψη ή ανεπάρκεια.

Συγκεκριμένα, με βάση και τα τελευταία δεδομένα , η θεραπεία της ανεπάρκειας της βιταμίνης D θα πρέπει να στοχεύει στη διατήρηση των επιπέδων της D σε εύρος 30-50 ng/mL. Με βάση τις επίσημες συστάσεις της αμερικάνικης ενδοκρινολογικής εταιρείας, για την αύξηση των επίπεδων της 25(ΟΗ)D πάνω από 30 ng/mL  στους ενήλικες απαιτούνται 6000 IU βιταμίνης D ημερησίως, για 8 εβδομάδες. Μόλις επιτευχθούν τα επιθυμητά επίπεδα της D τότε συνιστάται μια θεραπεία συντήρησης με τη  συμπληρωματική πρόσληψη 1500 -2000 IU βιταμίνης D ημερησίως (ή 3000 IU βιταμίνης D ημερησίως για τους παχύσαρκους).