Παρ’ όλη την εξέλιξη της επιστήμης της ιατρικής, το πρόβλημα της παχυσαρκίας εξακολουθεί να αποτελεί έναν πολύ σημαντικό παγκόσμιο κίνδυνο υγείας που ευθύνεται για 2,8 εκατομμύρια θανάτους ενηλίκων το χρόνο. Συγκεκριμένα, η πλειοψηφία των χρόνιων νοσημάτων όπως είναι τα καρδιαγγειακά, ο διαβήτης και η υπέρταση αποδίδεται στην παχυσαρκία! Συνεπώς, χρειάζεται να βρεθεί μία λύση στο πρόβλημα του υπερβάλλοντος σωματικού βάρους προκειμένου να βελτιωθούν οι δείκτες της παγκόσμιας θνησιμότητας αλλά και της ποιότητας ζωής.

Η κετογονική δίαιτα κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος στις προτεινόμενες διατροφικές παρεμβάσεις για την απώλεια βάρους. Ειδικά τα τελευταία χρόνια,  έχει γίνει πολύ δημοφιλής και υπόσχεται θεαματικά αποτελέσματα στην πολυπόθητη απώλεια βάρους και γράμμωση του σώματος! Είναι ωστόσο αυτό αλήθεια; Είναι η κετογονική δίαιτα η λύση στο πρόβλημα του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας; Η απάντηση σαφώς είναι όχι…κι αυτό γιατί αν ήταν η λύση στο πρόβλημα του υπερβάλλοντος βάρους αυτή τη στιγμή δε θα υπήρχαν άτομα υπέρβαρα ή παχύσαρκα ακριβώς γιατί θα είχαν ανακαλύψει το «μαγικό ραβδί» που θα τους αδυνάτιζε. Τί είναι όμως η κετογονική δίαιτα;

ΟΡΙΣΜΟΣ:

Κετογονική δίαιτα είναι μία δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων που οδηγεί στην παραγωγή κετονοσωμάτων δημιουργώντας μία κατάσταση γνωστή ως «κέτωση». Συγκεκριμένα, αποτελείται από 55-60% λίπος, 30-35% πρωτεΐνη και 5-10% υδατάνθρακες. Πρακτικά αυτές οι αναλογίες σε μία διατροφή 2000 θερμίδων μεταφράζονται σε 20-50 γρ. υδατανθράκων την ημέρα.

Ο Russel Wilder χρησιμοποίησε πρώτος την κετογονική δίαιτα το 1921 για τη θεραπεία της επιληψίας στα παιδιά. Για μία δεκαετία η κετογονική δίαιτα αποτελούσε θεραπευτική επιλογή της παιδιατρικής επιληψίας. Η χρήση της διακόπηκε με την ανακάλυψη των αντιεπιληπτικών φαρμάκων και από τότε η κετογονική δίαιτα χρησιμοποιείται για τη γρήγορη απώλεια βάρους. Είναι ωστόσο μία μακροπρόθεσμη λύση στο πρόβλημα του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας;

Για να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα, θα πρέπει να κατανοήσουμε τον όρο της κέτωσης ώστε να καταλάβουμε τί ακριβώς κάνει η κετογονική δίαιτα. Οι υδατάνθρακες (θυμίζω πως περιέχονται σε όλα τα αμυλούχα τρόφιμα, στα φρούτα και στα λαχανικά, στα όσπρια, στο γάλα και το γιαούρτι, στη ζάχαρη και στο μέλι κ.α) αποτελούν την πρωταρχική πηγή ενέργειας για το ανθρώπινο σώμα. Συγκεκριμένα, οι υδατάνθρακες που προσλαμβάνουμε από τα προαναφερόμενα τρόφιμα διασπώνται σε γλυκόζη στον ανθρώπινο οργανισμό και η γλυκόζη είναι η κύρια πηγή ενέργειας.  Όταν το σώμα στερείται υδατανθράκων (όταν δηλαδή παίρνουμε λιγότερο από 50 γρ. υδατανθράκων την ημέρα μέσω της τροφής) τότε αρχίζει να διασπά το γλυκογόνο (γλυκογόνο = αποθήκη υδατανθράκων στο σώμα) προκειμένου να παράγει ενέργεια. Κάποια στιγμή όμως εξαντλούνται τα αποθέματα γλυκογόνου στο σώμα και τότε το σώμα θα πρέπει να παράγει ενέργεια από άλλες μη υδατανθρακούχες πηγές (πχ από αμινοξέα), διαδικασία γνωστή ως γλυκονεογένεση. Όταν αυτή η διαδικασία πλέον δεν επαρκεί για να καλύψει όλες τις ανάγκες σε ενέργεια του οργανισμού τότε αρχίζει η διαδικασία της κετογένεσης, η παραγωγή δηλαδή κετονικών σωμάτων, τα οποία αντικαθιστούν τη γλυκόζη ως πρωταρχική πηγή ενέργειας. Στη διαδικασία  της κετογένεσης, υπάρχουν μειωμένα επίπεδα ινσουλίνης που οδηγούν σε μειωμένη αποθήκευση γλυκόζης και λίπους. Ταυτόχρονα συντελούνται ορμονικές αλλαγές που οδηγούν σε αυξημένη διάσπαση (δηλαδή καύση) του λίπους. Όλη αυτή η κατάσταση ονομάζεται «διατροφική κέτωση» και θεωρείται ασφαλής σχετικά καθώς τα κετονοσώματα παράγονται σε μικρές συγκεντρώσεις χωρίς να είναι ικανά να μεταβάλλουν το pH στο αίμα.

Αναφορικά με τα οφέλη της κετογονικής δίαιτας στην απώλεια βάρους, αυτά έχουν μελετηθεί σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο (μέχρι 2 χρόνια) και φαίνεται ότι είναι αρκετά. Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις μίας τέτοιας διατροφικής προσέγγισης στην υγεία και το βάρος των ατόμων δεν είναι πλήρως μελετημένη καθώς τα δεδομένα που έχουμε από την επιστημονική βιβλιογραφία είναι ελλιπή.

Παλιότερα, υπήρχε έντονα η πεποίθηση ότι η υψηλή πρόσληψη λίπους μέσω της διατροφής είναι αυτή που οδηγεί σε αύξηση του βάρους και σε παχυσαρκία. Ωστόσο, με βάση τη σύγχρονη επιστημονική βιβλιογραφία, η υψηλή πρόσληψη υδατανθράκων και όχι λίπους είναι αυτή που οδηγεί σε μεγαλύτερη αύξηση βάρους. Μάλιστα, σε μία μετανάλυση φάνηκε πως μία διατροφή χαμηλή σε λίπος (και άρα υψηλότερη σε υδατάνθρακες) οδήγησε σε μείωση του βασικού μεταβολικού ρυθμού κατά 400 θερμίδες ημερησίως σε σύγκριση με μία διατροφή χαμηλή σε υδατάνθρακες (και συνεπακόλουθα υψηλότερη σε λίπος).

Τα οφέλη της κετογονικής δίαιτας περιλαμβάνουν:

  • Γρήγορη απώλεια βάρους στην αρχή, εξαιτίας της διουρητικής επίδρασης που έχει η κετογονική δίαιτα. Καθώς συνεχίζεται η κετογονική δίαιτα αρχίζει και η απώλεια λίπους.
  • Διατήρηση της μυϊκής μάζας σε μεγάλο βαθμό
  • Μείωση της πείνας, καθώς συνεχίζεται η διατροφική κέτωση
  • Μείωση της αρτηριακής πίεσης
  • Μείωση των τριγλυκεριδίων
  • Μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης
  • Αύξηση της HDL χοληστερίνης
  • Βελτίωση του ορμονικού προφίλ γυναικών με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (κάτι το οποίο όμως δεν έχει αποδειχτεί σε μεγάλο δείγμα πληθυσμού οπότε δεν μπορούμε να διεξάγουμε ένα γενικευμένο συμπέρασμα)
  • Μία κετογονική δίαιτα φαίνεται πως ίσως να μπορεί να συμβάλλει θετικά σε κάποιες χρόνιες και συχνά ανίατες καταστάσεις που συσχετίζονται με μεταβολικές δυσλειτουργίες, όπως ο διαβήτης τύπου 1, η στεατοηπατίτιδα, νευροεκφυλιστικές παθήσεις (πχ νόσος Alzheimer, άνοια κλπ) και ο καρκίνος. Αναμένουμε βέβαια όλα αυτά να αποδειχθούν με περαιτέρω έρευνες!

Οι αρνητικές επιδράσεις μίας κετογονικής δίαιτας περιλαμβάνουν:

  • Βραχυπρόθεσμες παρενέργειες όπως ναυτία, εμετός, πονοκέφαλος, κούραση, αϋπνίες, δυσκολία στην άσκηση, δυσκοιλιότητα και ζαλάδες. Τα συμπτώματα αυτά είναι γνωστά ως keto flu και φεύγουν σε λίγες μέρες έως λίγες εβδομάδες από την έναρξη της δίαιτας. Η επαρκής ενυδάτωση του ατόμου και η επαρκής πρόσληψη ηλεκτρολυτών μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση κάποιων από αυτά τα συμπτώματα.
  • Μακροπρόθεσμες ανεπιθύμητες δράσεις περιλαμβάνουν τη στεατοηπατίτιδα, την υποπρωτεϊναιμία, τη νεφρολιθίαση και την ανεπάρκεια βιταμινών και μετάλλων.
  • Η αύξηση της LDL και της VLDL είναι μία επίπτωση της κετογονικής δίαιτας, που ενδέχεται να οδηγήσει σε αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο.
  • Η μακροπρόθεσμη συμμόρφωση σε μία τόσο αυστηρή δίαιτα όπως η κετογονική είναι πολύ χαμηλή, εξαιτίας του έντονου περιορισμού των υδατανθράκων και των συμπτωμάτων που αυτός προκαλεί. Γι’ αυτό και όλες οι έρευνες που έχουν γίνει σχετικά με τα οφέλη της κετογονικής δίαιτας, έχουν το μειονέκτημα της μικρής διάρκειας, του μικρού δείγματος αλλά και του υψηλού ποσοστού ατόμων που εγκαταλείπουν τη μελέτη καθώς δυσκολεύονται στο να υιοθετήσουν μία τέτοια διατροφή για μεγάλο διάστημα.
  • Μία κετογονική διατροφή μπορεί να εφαρμοστεί από 2-3 εβδομάδες το λιγότερο έως 6-12 μήνες το περισσότερο. Άρα, δεν αποτελεί μία βιώσιμη διατροφική προσέγγιση που μπορεί να ακολουθεί το άτομο εφόρου ζωής. Μάλιστα, η μετάβαση από μία κετογονική δίαιτα σε μία συνήθη διατροφή χρειάζεται προσοχή.
  • Απαιτείται τακτικός έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας αλλά και του λιπιδαιμικού προφίλ στη διάρκεια εφαρμογής μίας κετογονικής δίαιτας
  • Η κετογονική δίαιτα αντενδείκνυται σε άτομα που έχουν παγκρεατίτιδα, ηπατική ανεπάρκεια, διαταραχές του μεταβολισμού των λιπιδίων, πρωταρχική έλλειψη καρνιτίνης, ανεπάρκεια κάποιων ενζύμων που απαιτούνται για τη μεταφορά και τη λειτουργία της καρνιτίνης και μία πάθηση γνωστή ως πορφυρία. Επίσης, οι διαβητικοί που λαμβάνουν αντιδιαβητικά φάρμακα θα πρέπει να προσαρμόσουν κατάλληλα την αγωγή τους πριν ξεκινήσουν μία κετογονική διατροφή (με τη βοήθεια του γιατρού τους).

Συμπερασματικά, η κετογονική δίαιτα έχει φανεί πως μπορεί να οδηγήσει σε γρήγορη και μεγάλη απώλεια βάρους στην αρχή, η οποία έχει αποδειχθεί πως μπορεί να διατηρηθεί μέχρι και 2 χρόνια. Αυτή η μεγάλη απώλεια βάρους αλλά και οι μεταβολικές και ορμονικές αλλαγές που συντελούνται στη διάρκεια της κετογονικής δίαιτας οδηγούν και σε σημαντικές βελτιώσεις διαφόρων καρδιομεταβολικών παραγόντων κινδύνου (όπως στην αρτηριακή πίεση, στα τριγλυκερίδια, στα επίπεδα ινσουλίνης και γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης κ.α). Ωστόσο, η μακροπρόθεσμη εφαρμογή της είναι αρκετά δύσκολη και σχεδόν ανέφικτη. Γι’ αυτό η κατανόηση των κλινικών επιδράσεων, της ασφάλειας, της ανεκτικότητας, της αποτελεσματικότητας, της διάρκειας εφαρμογής της και της πρόγνωσης μετά από τη διακοπή αυτής της διατροφικής προσέγγισης απαιτεί περαιτέρω κλινικές μελέτες και έρευνες! Γνωρίζουμε λοιπόν πως βραχυπρόθεσμα η κετογονική δίαιτα μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του υπερβάλλοντος βάρους αλλά μακροπρόθεσμα, μετά τη διακοπή της δε γνωρίζουμε τί συμβαίνει στις διατροφικές συνήθειες, το βάρος και την υγεία του ατόμου.

Καταληκτικά, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως μία κετογονική δίαιτα, σχεδιασμένη σωστά και εξατομικευμένα για το άτομο που απευθύνεται θα μπορούσε να είναι μία αποτελεσματική διατροφική προσέγγιση για την αντιμετώπιση του υπερβάλλοντος βάρους. Ωστόσο, δεν αποτελεί μαγικό ραβδί που θεραπεύει μονομιάς την παχυσαρκία, κάτι που ισχύει για όλες τις διατροφικές προσεγγίσεις. Το παν στη ρύθμιση του βάρους είναι το άτομο να βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση και να προσπαθεί να τρέφεται ισορροπημένα όχι απλά και μόνο για να μην παχύνει αλλά και για να διατηρεί καλή σωματική και ψυχική υγεία! Όσο πιο γρήγορα συνειδητοποιήσουμε την αξία της ισορροπημένης διατροφής και αποδεχτούμε πως χρειάζεται να φροντίζουμε τη διατροφή μας όπως φροντίζουμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα, τόσο πιο γρήγορα θα μπορέσουμε να ρυθμίσουμε το βάρος μας βελτιώνοντας τη σχέση μας με την τροφή!